Greek Meaning of well-off

εύπορος

Other Greek words related to εύπορος

Definitions and Meaning of well-off in English

Wordnet

well-off (s)

in fortunate circumstances financially; moderately rich

fortunately situated

FAQs About the word well-off

εύπορος

in fortunate circumstances financially; moderately rich, fortunately situated

Ευκατάστατοι,πλούσιος,πλούσιος,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής,Ευημερούσα,επιτυχής,ευκατάστατος,εύπορος

άπορος,μειονεκτούντες,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός,Χρεωκοπία

well-nourished => καλοθρεμμένος, well-nigh => Σχεδόν, wellness => ευεξία, well-natured => Καλοσυνάτος, well-mined => Καλά ανθρακωρυχείο,