Greek Meaning of disadvantaged
μειονεκτούντες
Other Greek words related to μειονεκτούντες
Nearest Words of disadvantaged
Definitions and Meaning of disadvantaged in English
disadvantaged (s)
marked by deprivation especially of the necessities of life or healthful environmental influences
FAQs About the word disadvantaged
μειονεκτούντες
marked by deprivation especially of the necessities of life or healthful environmental influences
καταθλιπτικός,στερημένος,φτωχοποιημένος,Υποβαθμισμένος,φτωχός,φτωχός,Χρεωκοπία,χρεοκοπημένος,ζητιάνος,Χρεοκοπημενος
πλεονεκτικός,Ευκατάστατοι,ευλογημένος,τυχερός,τυχερός,προνομιούχος,πλούσιος,πλούσιος,ευλογημένος,άνετος
disadvantageable => μειονεκτικός, disadvantage => Μειονέκτημα, disadvance => μειονέκτημα, disadorn => ατιμάζω, disacryl => διπλό άκρυλικό,