Greek Meaning of pampered

Κακομαθημένος

Other Greek words related to Κακομαθημένος

Definitions and Meaning of pampered in English

Webster

pampered (imp. & p. p.)

of Pamper

Webster

pampered (a.)

Fed luxuriously; indulged to the full; hence, luxuriant.

FAQs About the word pampered

Κακομαθημένος

of Pamper, Fed luxuriously; indulged to the full; hence, luxuriant.

Ευκατάστατοι,καλομαθημένο,αφοσιωμένος,εύπορος,πλούσιος,κακομαθημένος,πλούσιος,ευλογημένος,άνετος,τυχερός

καταθλιπτικός,στερημένος,μειονεκτούντες,φτωχός,Υποβαθμισμένος,Χρεωκοπία,Χρεοκοπημενος,άπορος,άπορος,φτωχοποιημένος

pamper => κακομαθαίνω, pampas grass => Πάμπας γκρας, pampas => Πάμπας, pampano => Φύλλα αμπέλου, pamlico => Πάμπλικο,