Greek Meaning of indulged
αφοσιωμένος
Other Greek words related to αφοσιωμένος
Nearest Words of indulged
Definitions and Meaning of indulged in English
indulged (imp. & p. p.)
of Indulge
FAQs About the word indulged
αφοσιωμένος
of Indulge
Ευκατάστατοι,καλομαθημένο,εύπορος,πλούσιος,Κακομαθημένος,κακομαθημένος,πλούσιος,ευλογημένος,ευλογημένος,άνετος
καταθλιπτικός,στερημένος,μειονεκτούντες,Υποβαθμισμένος,Χρεωκοπία,ζητιάνος,Χρεοκοπημενος,άπορος,άπορος,φτωχοποιημένος
indulge => κακομαθαίνω, induing => επαγωγική, induement => ένδυση, indued => ντυμένο, indue => ντύνω,