Greek Meaning of induing

επαγωγική

Other Greek words related to επαγωγική

Definitions and Meaning of induing in English

Webster

induing (p. pr. & vb. n.)

of Indue

FAQs About the word induing

επαγωγική

of Indue

φόρτιση,εμποτισμός,γέμιση,εμφορούντας,έγχυση,εμβολιασμός,επενδύσεις,απορροφούμαι,κινούμενος,αναζωογονητικός

στερητικός,απόσυρση,εκκαθάριση,αποεπένδυση,εξαλείφοντας,κένωση,Απομάκρυνση,υπερανάληψη (τραπεζών)

induement => ένδυση, indued => ντυμένο, indue => ντύνω, inductrical => επαγωγικός, inductric => επαγωγέας,