Greek Meaning of pervading
διεισδυτικός
Other Greek words related to διεισδυτικός
Nearest Words of pervading
- pervaded => διαποτισμένος
- pervade => διαπερνώ
- peruvian monetary unit => Νομισματική μονάδα του Περού
- peruvian mastic tree => Περούβιο μαστιχόδενδρο
- peruvian lily => λείριο του Περού
- peruvian current => Ρεύμα του Περού
- peruvian cotton => περουβιανό βαμβάκι
- peruvian bark => κίνα
- peruvian balsam => Βάλσαμο Περού
- peruvian => περουβιανός
Definitions and Meaning of pervading in English
pervading (p. pr. & vb. n.)
of Pervade
FAQs About the word pervading
διεισδυτικός
of Pervade
διεισδυτικός,διεισδυτικός,απορροφούμαι,πλημμύρα,διεισδυτικός,διαποτίζω (μέσα σε),γριφώδης ,Διάχυτος (μέσω),βροχή,πλήρωση (προς τα πάνω)
No antonyms found.
pervaded => διαποτισμένος, pervade => διαπερνώ, peruvian monetary unit => Νομισματική μονάδα του Περού, peruvian mastic tree => Περούβιο μαστιχόδενδρο, peruvian lily => λείριο του Περού,