FAQs About the word pervading

διεισδυτικός

of Pervade

διεισδυτικός,διεισδυτικός,απορροφούμαι,πλημμύρα,διεισδυτικός,διαποτίζω (μέσα σε),γριφώδης ,Διάχυτος (μέσω),βροχή,πλήρωση (προς τα πάνω)

No antonyms found.

pervaded => διαποτισμένος, pervade => διαπερνώ, peruvian monetary unit => Νομισματική μονάδα του Περού, peruvian mastic tree => Περούβιο μαστιχόδενδρο, peruvian lily => λείριο του Περού,