FAQs About the word passing (into)

Περnώντας (μέσα)

Διάχυτος (μέσω),πλήρωση (προς τα πάνω),διεισδυτικός,διαποτίζω (μέσα σε),διεισδυτικός,διεισδυτικός,διεισδυτικός,βροχή,πλημμύρα,έγχυση

No antonyms found.

passing (for) => περνώ (εξετάσεις), passing (down) => (μετάδοση (κάτω)), passes over => περνάει πάνω από, passes away => πεθαίνει, passes (on) => περνάει (σε),