Greek Meaning of passels

πολλοί

Other Greek words related to πολλοί

Definitions and Meaning of passels in English

passels

a large number, a large number or amount

FAQs About the word passels

πολλοί

a large number, a large number or amount

πίνακες,συναρμολογήσεις,παρτίδες,μπαταρίες,ματσάκια,ομάδες,συλλογές,Αστερισμοί,Ομαδοποιήσεις,ομάδες

Οντότητες,στοιχεία,μονάδες,Ελεύθεροι και ελεύθερες

passed up => προσπέρασε, passed over => παρέλειψε, passed out => λιποθύμησε, passed off => παρέδωσε, passed away => πέθανε,