Greek Meaning of passing (over)

περνώντας (πάνω από)

Other Greek words related to περνώντας (πάνω από)

Definitions and Meaning of passing (over) in English

passing (over)

a Jewish holiday beginning on the 14th of Nisan and commemorating the Hebrews' liberation from slavery in Egypt, to ignore in passing, to pay no attention to the claims of, to pay no attention to, a Jewish holiday celebrated in March or April in honor of the freeing of the Hebrews from slavery in Egypt

FAQs About the word passing (over)

περνώντας (πάνω από)

a Jewish holiday beginning on the 14th of Nisan and commemorating the Hebrews' liberation from slavery in Egypt, to ignore in passing, to pay no attention to th

κάλυψη,διασταύρωση,Κοπή,επόμενος,πλοηγούμενος,προχωρώντας (κατά μήκος),ταξίδι,ταξιδεύω,εγκάρσιος,Περπάτημα

συμμετέχοντα (σε),σχετικά,τείνων (προς),εκτιμώντας,Καλλιεργώ,καλλιέργεια,δίνοντας σημασία,ακούω (κάτι),έχοντας υπόψη,Νοσηλευτική

passing (on) => παράδοση (εμπρός), passing (into) => Περnώντας (μέσα), passing (for) => περνώ (εξετάσεις), passing (down) => (μετάδοση (κάτω)), passes over => περνάει πάνω από,