Greek Meaning of treasuring

Αγαπημένος.

Other Greek words related to Αγαπημένος.

Definitions and Meaning of treasuring in English

Webster

treasuring (p. pr. & vb. n.)

of Treasure

FAQs About the word treasuring

Αγαπημένος.

of Treasure

εκτιμώντας,απολαμβάνοντας,αγαπώντας,εκτίμηση,Αγάπη,θαυμάζοντας,σχετικά,απολαμβάνοντας,σεβόμενος,βραβείο

αποτρόπαιος,καταφρονητικός,περιφρονητικώς,αηδία,προσκοπισμός,Ελαχιστοποίηση,περιφρόνηση,υποτίμηση,Εγκατάλειψη,βδελυρός

treasuries => κρατικά ομόλογα, treasure-trove => θησαυρός, treasuress => ταμίας, treasurership => ταμειακός, treasurer's cheque => επιταγή ταμία,