Greek Meaning of treasuring
Αγαπημένος.
Other Greek words related to Αγαπημένος.
- εκτιμώντας
- απολαμβάνοντας
- αγαπώντας
- εκτίμηση
- Αγάπη
- θαυμάζοντας
- σχετικά
- απολαμβάνοντας
- σεβόμενος
- βραβείο
- χάδι
- ανασκαφή
- εγκιβωτίζοντας
- εκτίμηση
- Φανταζόμενος
- ειδωλολατρία
- συμπάθεια
- αναμνηστικό
- ευλαβής
- σεβασμός
- ευλαβικός
- λατρεία
- λατρεία
- εκτιμώντας
- ευχαρίστηση (σε)
- απολαμβάνω
- απολαμβάνοντας (κάτι)
- απολαμβάνοντας (σε)
- εκτιμώ
- αποδίδω σημασία σε
- αποτρόπαιος
- καταφρονητικός
- περιφρονητικώς
- αηδία
- προσκοπισμός
- Ελαχιστοποίηση
- περιφρόνηση
- υποτίμηση
- Εγκατάλειψη
- βδελυρός
- Μειωτικός
- καταγγέλλοντας
- απαξιωτικός
- απόσβεση
- απαξιωτικός
- καταραμένος
- λήθη
- παραμελώ
- υποτιμητικό
- υποτιμητικό
- Κατεβάζω
- μύρισμα (σε)
- περιφρόνηση
- διαγραφή
- συκοφαντίες
- Κλαίγοντας προς τα κάτω
- αλαζονεία
- φιλί αποχαιρετισμού
Nearest Words of treasuring
- treasury => Θησαυροφυλάκιο
- treasury bill => Έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου
- treasury bond => έντοκο γραμμάτιο δημοσίου
- treasury department => Υπουργείο Οικονομικών
- treasury note => Χρεόγραφο του Δημοσίου.
- treasury obligations => Ομόλογα του Δημοσίου
- treasury secretary => Υπουργός Οικονομικών
- treasury shares => ίδιες μετοχές
- treasury stock => Θησαυρομετοχές
- treat => θεραπεία
Definitions and Meaning of treasuring in English
treasuring (p. pr. & vb. n.)
of Treasure
FAQs About the word treasuring
Αγαπημένος.
of Treasure
εκτιμώντας,απολαμβάνοντας,αγαπώντας,εκτίμηση,Αγάπη,θαυμάζοντας,σχετικά,απολαμβάνοντας,σεβόμενος,βραβείο
αποτρόπαιος,καταφρονητικός,περιφρονητικώς,αηδία,προσκοπισμός,Ελαχιστοποίηση,περιφρόνηση,υποτίμηση,Εγκατάλειψη,βδελυρός
treasuries => κρατικά ομόλογα, treasure-trove => θησαυρός, treasuress => ταμίας, treasurership => ταμειακός, treasurer's cheque => επιταγή ταμία,