FAQs About the word digging

ανασκαφή

the act of diggingof Dig, The act or the place of excavating., Places where ore is dug; especially, certain localities in California, Australia, and elsewhere,

εκσκαφή,φτυάρισμα,εκβάθυνση,φτυάρισμα,σκάβοντας,ξύσιμο,εμβάθυνση,ανασκαφή,Μεταλλευτική,λατομείο

γέμιση,λείανση (out ή over)

diggers => εκσκαφείς, digger wasp => Μέλισσα σκαπτική, digger => εκσκαφέας, digged => σκαμμένο, diggable => σκάψιμος,