Greek Meaning of digging up

Σκάβω

Other Greek words related to Σκάβω

Definitions and Meaning of digging up in English

Wordnet

digging up (n)

the act of digging something up out of the ground (especially a corpse) where it has been buried

FAQs About the word digging up

Σκάβω

the act of digging something up out of the ground (especially a corpse) where it has been buried

ανασκαφή,ανακαλύπτω,εκβάθυνση (προς τα πάνω),εύρημα,ανακαλύπτοντας,αποκτώντας,χτύπημα,Κυνηγι ( καταδίωξη ή αναζήτηση),μάθηση,εντοπισμός

χαμένος,θέα,διερχόμενος,Χάνοντας,Λανθασμένη ρύθμιση,χάσιμο,απώλεια,Λάθος ρύθμιση

digging => ανασκαφή, diggers => εκσκαφείς, digger wasp => Μέλισσα σκαπτική, digger => εκσκαφέας, digged => σκαμμένο,