Greek Meaning of digging out

ανασκαφή

Other Greek words related to ανασκαφή

Definitions and Meaning of digging out in English

digging out

take off sense 1a, find, unearth, to make hollow by digging

FAQs About the word digging out

ανασκαφή

take off sense 1a, find, unearth, to make hollow by digging

Σκάβω,ανακαλύπτω,εκβάθυνση (προς τα πάνω),εύρημα,ανακαλύπτοντας,αποκτώντας,χτύπημα,Κυνηγι ( καταδίωξη ή αναζήτηση),μάθηση,εντοπισμός

χαμένος,θέα,διερχόμενος,Χάνοντας,Λανθασμένη ρύθμιση,χάσιμο,απώλεια,Λάθος ρύθμιση

digging in => σκάψιμο, digging (through) => (σκάψιμο) μέσα από, digging (into) => σκάψιμο (μέσα), digging (away) => σκάψιμο (μακριά), digests => χωνεύει,