Greek Meaning of digressiveness
παρέκβαση
Other Greek words related to παρέκβαση
- Περιστροφή
- Κυκλικότητα
- διαχυτότητα
- διάχυση
- Λογορροία
- Φλυαρία
- περιφραστικός τύπος
- πολυλογία
- πολυλογία
- ανεμοφύσημα
- αριθμός λέξεων
- Λογοδιάρροια
- περίφραση
- υπερβολή
- υπερβολή
- λογόρροια
- Μακρηγορία
- Πλεονασμός
- πλεονασμός
- επανάληψη
- επαναληψιμότητα
- επαναληψιμότητα
- ταυτολογία
- Λεκτικισμός
- Πολυλογία
- πολυλογία
- διακόσμηση
- κέντημα
- υπερβολή
Nearest Words of digressiveness
- digs (through) => ανασκαφές (μέσα από)
- dikes => φράγματα
- diktat => Υπαγόρευση
- diktats => υπαγορεύσεις
- dilate (on or upon) => διευρύνω (στο ή στο)
- dilated (on or upon) => διεσταλμένος (επί ή επί)
- dilating (on or upon) => διαστολή (επί ή επί)
- dilemmas => Διλήμματα
- dilettantes => ερασιτέχνες
- diligences => επιμέλεια
Definitions and Meaning of digressiveness in English
digressiveness
characterized by digressions
FAQs About the word digressiveness
παρέκβαση
characterized by digressions
Περιστροφή,Κυκλικότητα,διαχυτότητα,διάχυση,Λογορροία,Φλυαρία,περιφραστικός τύπος,πολυλογία,πολυλογία,ανεμοφύσημα
συντομία,συμπάγεια,Περίληψη,περιεκτικότητα,Κριτσανιστότητα,περιεκτικότητα,Συντομία,συντομία,πυκνότητα
digressions => παρεκβάσεις, digressionary => παρεκβατικός, dignifies => τιμά, digging out => ανασκαφή, digging in => σκάψιμο,