Greek Meaning of dilating (on or upon)
διαστολή (επί ή επί)
Other Greek words related to διαστολή (επί ή επί)
Nearest Words of dilating (on or upon)
Definitions and Meaning of dilating (on or upon) in English
dilating (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word dilating (on or upon)
διαστολή (επί ή επί)
προσθήκη (προς),υπό ανάπτυξη,(επεξεργάζομαι (για)),διεύρυνση (στο ή πάνω),επεκτεινόμενος,σάρκωση,συμπληρώνοντας,ενίσχυση,συμπληρωματικός,εκτελείται σε
συμπύκνωση,σύναψη σύμβασης,συντόμευση,σύντμηση,συντομεύοντας,συμπιέζοντας,Περίγραμμα,συνοψίζοντας,σύνοψη
dilated (on or upon) => διεσταλμένος (επί ή επί), dilate (on or upon) => διευρύνω (στο ή στο), diktats => υπαγορεύσεις, diktat => Υπαγόρευση, dikes => φράγματα,