Greek Meaning of abridging
συντομεύοντας
Other Greek words related to συντομεύοντας
- συντόμευση
- περικοπή
- σύντμηση
- φθίνων
- Ελλειψη
- μειώνοντας
- Κοπή
- Κολοβώ
- κόψιμο
- συνοψίζοντας
- μειούμενου
- αφαίρεση
- συμπιέζοντας
- στενεύον
- σύναψη σύμβασης
- Κοπή
- χώνεψη
- φθίνων
- προσάραξη
- μείωση προσωπικού
- φθίνουσα
- προσωποποίηση
- μείωση
- χαμήλωμα
- μετριαστικός
- Τροποποίηση
- Ξύσιμο
- Κλάδεμα
- Απόλυση
- συρρίκνωση
- κόψιμο
- σύνοψη
- κωνικός
- Μείωση
- Ενσωμάτωση
- ανακεφαλαιώνοντας
- αφαίρεση (από)
- συγχρονίζοντας
Nearest Words of abridging
Definitions and Meaning of abridging in English
abridging (p. pr. & vb. n.)
of Abridge
FAQs About the word abridging
συντομεύοντας
of Abridge
συντόμευση,περικοπή,σύντμηση,φθίνων,Ελλειψη,μειώνοντας,Κοπή,Κολοβώ,κόψιμο,συνοψίζοντας
προσθήκη,διευρύνων,επεκτεινόμενος,εκτίνω,αυξανόμενο,επιμήκυνση,παρατείνοντας,συμπληρώνοντας,ενίσχυση,αυξανόμενος
abridger => συντομογράφος, abridgement => περίληψη, abridged => συντομευμένο, abridge => Συντομεύω, abricock => βερίκοκο,