Greek Meaning of maximizing

μεγιστοποίηση

Other Greek words related to μεγιστοποίηση

Definitions and Meaning of maximizing in English

Wordnet

maximizing (s)

making as great as possible

FAQs About the word maximizing

μεγιστοποίηση

making as great as possible

αυξανόμενος,ενίσχυση,ενισχυτικό,αυξανόμενο,Επιταχυνόμενος,ενίσχυση,σύνθετη,διευρύνων,επεκτεινόμενος,εκτίνω

φθίνων,φθίνων,χαμήλωμα,μειώνοντας,Ελαχιστοποίηση,μειούμενου,σύντμηση,συντομεύοντας,μείωση προσωπικού,φθίνουσα

maximize => Μεγιστοποιώ, maximization => μεγιστοποίηση, maximising => μεγιστοποίηση, maximise => μεγιστοποιώ, maximisation => μεγιστοποίηση,