Greek Meaning of retrenching

Απόλυση

Other Greek words related to Απόλυση

Definitions and Meaning of retrenching in English

Webster

retrenching (p. pr. & vb. n.)

of Retrench

FAQs About the word retrenching

Απόλυση

of Retrench

σύναψη σύμβασης,μείωση,συντόμευση,Μείωση,συμπιέζοντας,συμπίεση,Συμπύκνωση,συμπύκνωση,στένωση,Συστολή

συσσωρεύοντας,συσσώρευση,πρόσθεση,αύξηση,Πολλαπλασιασμός,πολλαπλασιασμός,διπλασιασμός,ανάπτυξη,μανιταριάζω,ανέβαινω

retrenched => απολυμένος, retrench => απολύω, retreatment => επανεπεξεργασία, retreating => υποχώρηση, retreatful => ολιγόλογος,