Greek Meaning of retributive
τιμωρητικός
Other Greek words related to τιμωρητικός
Nearest Words of retributive
Definitions and Meaning of retributive in English
retributive (s)
of or relating to or having the nature of retribution
given or inflicted in requital according to merits or deserts
retributive (a.)
Alt. of Retributory
FAQs About the word retributive
τιμωρητικός
of or relating to or having the nature of retribution, given or inflicted in requital according to merits or desertsAlt. of Retributory
πειθαρχικός,ποινική,τιμωρητικός,αντιποίνων,τιμωρητικός,εκδικητικός,τιμωρία,διορθωτικός,Διπλωματικός,πειθαρχών
αντισταθμιστικός,μη τιμωρητικός,απαλλακτικός,δικαιωματικός,απαλλακτικό,αθώωση,μετακινήσεις,ανεκτικότητα,απαλλακτικό,απαλλακτικός
retribution => τιμωρία, retributer => εκδικητής, retribute => τιμωρώ, retrial => Επανάληψη δίκης, retrenchment => μείωση,