Greek Meaning of commuting

μετακινήσεις

Other Greek words related to μετακινήσεις

Definitions and Meaning of commuting in English

Wordnet

commuting (n)

the travel of a commuter

FAQs About the word commuting

μετακινήσεις

the travel of a commuter

αντισταθμιστικός,αποστολέας,χάρη,απαλλακτικό,ανεκτικότητα,απαλλακτικό,απαλλακτικός,απαλλακτικός,χάρη,δικαιωματικός

τιμωρία,διορθωτικός,Διπλωματικός,πειθαρχικός,πειθαρχών,ποινική,τιμωρητικός,αντιποίνων,επιτιμητικός,επιτιμώντας

commuter train => προαστιακός σιδηρόδρομος, commuter traffic => κίνηση των εργαζομένων, commuter => καθημερινός ταξιδιώτης, commute => μετακίνηση, commutator => συλλέκτης,