Greek Meaning of revengeful
εκδικητικός
Other Greek words related to εκδικητικός
- σκληρός
- εχθρικός
- κακόβουλος
- ασήμαντος
- εκδικητικός
- κακός
- εκδικητικός
- εκδικητικός
- κακός
- σκληρός
- κακόβουλος
- Κακοήθης
- μέση τιμή
- αμείλικτος
- βρώμικο
- αμείλικτος
- αγανακτισμένος
- αντιποίνων
- σαδιστικός
- κακεντρεχής
- αμείλικτος
- δηλητηριώδης
- Ιογενής
- κακόβουλος
- ολέθριος
- κακιά
- μοχθηρός
- ζοφερός
- αμείλικτος
- εχθρικός
- κακοήθης
- Τετράγωνος
- άσπλαχνος
- μικρόψυχος
- αναίσθητος
- αμείλικτος
- δηλητηριώδες
- οργισμένος
- φιλάνθρωπος
- καλοήθης
- φιλανθρωπικός
- συμπονετικός
- συγχωρητικός
- καλός
- ευγενικός
- αγαπώντας
- ελεήμων
- συμπαθής
- ζεστός
- αλτρουιστικός
- καλοήθης
- αδελφικός
- Καλοκάγαθος
- ανθρώπινος
- ανθρωπιστικός
- καλόκαρδος
- παρακαλώ
- γενναιόδωρος
- ευγενής
- φιλανθρωπικός
- επιεικής
- γλυκό
- Θερμόκαρδος
- γενναιόδωρος
- φιλανθρωπικός
- τρυφερό
- Τρυφερός
Nearest Words of revengeful
- revengefully => εκδικητικά
- revengeless => ουσιαστικά απαλλαγμένο από την εκδίκηση
- revengement => εκδίκηση
- revenger => εκδικητής
- revenging => εκδικητικός
- revenue => έσοδα
- revenue bond => Ομόλογο εσόδων
- revenue enhancement => Αύξηση εσόδων
- revenue sharing => Διαμοιρασμός εσόδων
- revenue tariff => Τέλος εσόδων
Definitions and Meaning of revengeful in English
revengeful (s)
disposed to seek revenge or intended for revenge
revengeful (a.)
Full of, or prone to, revenge; vindictive; malicious; revenging; wreaking revenge.
FAQs About the word revengeful
εκδικητικός
disposed to seek revenge or intended for revengeFull of, or prone to, revenge; vindictive; malicious; revenging; wreaking revenge.
σκληρός,εχθρικός,κακόβουλος,ασήμαντος,εκδικητικός,κακός,εκδικητικός,εκδικητικός,κακός,σκληρός
φιλάνθρωπος,καλοήθης,φιλανθρωπικός,συμπονετικός,συγχωρητικός,καλός,ευγενικός,αγαπώντας,ελεήμων,συμπαθής
revenged => εκδικημένος, revengeance => εκδίκηση, revengeable => εκδικητικός, revenge => εκδίκηση, revendication => απαίτηση,