Greek Meaning of humane
ανθρώπινος
Other Greek words related to ανθρώπινος
- φιλάνθρωπος
- συμπονετικός
- ευγενικός
- προσεκτικός, προσεκτική
- Ευεργετικός
- καλοήθης
- φιλικός
- γενναιόδωρος
- ήπιος
- καλός
- Καλοκάγαθος
- φιλεύσπλαχνος
- ανθρωπιστικός
- καλόκαρδος
- παρακαλώ
- ελεήμων
- ωραίο
- ευχάριστος
- μαλακοκάδιας
- γλυκό
- συμπαθής
- τρυφερό
- στοχαστικός
- Θερμόκαρδος
- Φιλικός
- αλτρουιστικός
- φιλικός
- καλοήθης
- αδελφικός
- φιλανθρωπικός
- ήπιος
- φιλικός
- συντροφικός
- προσεκτικός
- φιλικός
- ανεκτικός
- συγχωρητικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- Καλοσυνάτος
- επιεικής
- φιλελεύθερος
- γενναιόδωρος
- ήπιος
- γενναιόδωρος
- φιλικός
- ευγενής
- ασθενής
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- οίκτος
- ανιδιοτελής
- μαλακός
- επίμονος
- Τρυφερός
- ανεκτικός
- κατανόηση
- ανιδιοτελής
- αμείλικτος
- ζεστός
- Φρικτός
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- κτηνώδης
- βίαιος
- βάρβαρος
- κτηνώδης
- σκληρόκαρδος
- σκληρός
- διαβολικός
- άκαρδος
- απάνθρωπος
- απάνθρωπος
- Αίσθητος
- αμείλικτος
- άσπλαχνος
- αδίστακτος
- σαδιστικός
- άγριος
- άγριος
- αναίσθητος
- αγενής
- ανανταγωνιστικό
- κακός
- ψυχρός
- ζοφερός
- Σκληρόκαρδος
- σκληρός
- αναίσθητος
- αναίσθητος
- κακόβουλος
- κακόβουλος
- Κακοήθης
- μέση τιμή
- σοβαρός
- πρύμνη
- απρόσεκτος
- σκληρός
- αδιάφορος
- αδυσώπητος
- άσχημα
- ασυναισθητος
- απρόσεκτος
- Ιογενής
- αυθαίρετος
- σκληρόβραστος
- αδέξιος
- κακοήθης
- βρώμικο
- κακεντρεχής
- Ασπλαχνος
- αναίσθητος
- σιδερένιος
Nearest Words of humane
- human-centred => Ανθρωποκεντρικός
- human-centered => επικεντρωμένος στον άνθρωπο
- humanate => εξευγενίζω
- human waste => ανθρώπινα απόβλητα
- human t-cell leukemia virus-1 => ιός ανθρώπινης Τ-κυτταρικής λευχαιμίας 1
- human right => Ανθρώπινα δικαιώματα
- human reproductive cloning => Ανθρώπινη αναπαραγωγική κλωνοποίηση
- human remains pouch => Θήκη για ανθρώπινα λείψανα
- human relationship => Ανθρώπινη σχέση
- human race => Ανθρώπινο είδος
Definitions and Meaning of humane in English
humane (a)
pertaining to or concerned with the humanities
marked or motivated by concern with the alleviation of suffering
humane (s)
showing evidence of moral and intellectual advancement
humane (a.)
Pertaining to man; human.
Having the feelings and inclinations creditable to man; having a disposition to treat other human beings or animals with kindness; kind; benevolent.
Humanizing; exalting; tending to refine.
FAQs About the word humane
ανθρώπινος
pertaining to or concerned with the humanities, marked or motivated by concern with the alleviation of suffering, showing evidence of moral and intellectual adv
φιλάνθρωπος,συμπονετικός,ευγενικός,προσεκτικός, προσεκτική,Ευεργετικός,καλοήθης,φιλικός,γενναιόδωρος,ήπιος,καλός
Φρικτός,βάρβαρος,βάρβαρος,κτηνώδης,βίαιος,βάρβαρος,κτηνώδης,σκληρόκαρδος,σκληρός,διαβολικός
human-centred => Ανθρωποκεντρικός, human-centered => επικεντρωμένος στον άνθρωπο, humanate => εξευγενίζω, human waste => ανθρώπινα απόβλητα, human t-cell leukemia virus-1 => ιός ανθρώπινης Τ-κυτταρικής λευχαιμίας 1,