Greek Meaning of ruthless

αδίστακτος

Other Greek words related to αδίστακτος

Definitions and Meaning of ruthless in English

Wordnet

ruthless (s)

without mercy or pity

Webster

ruthless (a.)

Having no ruth; cruel; pitiless.

FAQs About the word ruthless

αδίστακτος

without mercy or pityHaving no ruth; cruel; pitiless.

αμείλικτος,προσβλητικός,βίαιος,σκληρόκαρδος,σκληρυμένο στην επιφάνεια,ψυχρός,σκληρός,ζοφερός,σκληρός,σκληρόβραστος

φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,συμπονετικός,ήπιος,ανθρώπινος,ευγενικός,παρακαλώ,ελεήμων,ήπιος,ευαίσθητος

ruthfulness => συμπόνια, ruthful => οικτίρμον, rutherfordium => ρουθερφόρδιο, rutherford birchard hayes => Ράδερφορντ Μπίρχαρντ Χέις, rutherford b. hayes => Rutherford B. Hayes,