Greek Meaning of hard-boiled

σκληρόβραστος

Other Greek words related to σκληρόβραστος

Definitions and Meaning of hard-boiled in English

Wordnet

hard-boiled (s)

tough and callous by virtue of experience

used of persons; emotionally hardened

(eggs) cooked until the yolk is solid

FAQs About the word hard-boiled

σκληρόβραστος

tough and callous by virtue of experience, used of persons; emotionally hardened, (eggs) cooked until the yolk is solid

αμείλικτος,αδίστακτος,προσβλητικός,βίαιος,σκληρόκαρδος,σκληρυμένο στην επιφάνεια,ψυχρός,σκληρός,ζοφερός,σκληρός

φιλάνθρωπος,φιλανθρωπικός,συμπονετικός,ήπιος,ανθρώπινος,ευγενικός,παρακαλώ,ελεήμων,ήπιος,ευαίσθητος

hardboard => Μοριοσανίδα, hard-bitten => σκληραγωγημένος, hardbeam => Οξιά, hardball => σκληρή μπάλα, hard-baked => σκληροψημένο,