Greek Meaning of hardcore

σκληροπυρηνικός

Other Greek words related to σκληροπυρηνικός

Definitions and Meaning of hardcore in English

Wordnet

hardcore (s)

intensely loyal

extremely explicit

FAQs About the word hardcore

σκληροπυρηνικός

intensely loyal, extremely explicit

βαθύς,εδραιωμένος,αμετανόητος,ισόβιος,ριζωμένος,χρόνιος,επιβεβαιωμένο,βαθιά ριζωμένο,Βαθιά ριζωμένος,εγγενής

σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Βραχύβιος

hard-cooked egg => Αυγά σφιχτά, hardbound => σκληρόδετο, hard-boiled egg => Σκληρά βρασμένο αυγό, hard-boiled => σκληρόβραστος, hardboard => Μοριοσανίδα,