Greek Meaning of lifelong

ισόβιος

Other Greek words related to ισόβιος

Definitions and Meaning of lifelong in English

Wordnet

lifelong (s)

continuing through life

Webster

lifelong (a.)

Lasting or continuing through life.

FAQs About the word lifelong

ισόβιος

continuing through lifeLasting or continuing through life.

μόνιμος,βαθύς,ανθεκτικός,Hardcore,αμετανόητος,επίμονος,επίμονος,χρόνιος,επιβεβαιωμένο,βαθιά ριζωμένο

σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Προσωρινός

lifeline => Γραμμή ζωής, lifelike => Ζωντανός, lifelessness => αψυχία, lifelessly => άψυχα, lifeless => άψυχο,