Greek Meaning of inculcated
εμπεδωμένο
Other Greek words related to εμπεδωμένο
- ενσωματωμένο
- σταθερός
- ενσωματωμένο
- εμφυτευμένο
- ενδογαμικός
- εδραιωμένος
- εγγενής
- έμφυτος
- εμφύσησε
- Ενδογενής
- αμετάβλητο
- αμετάβλητος
- μόνιμος
- συνηθισμένος
- χρόνιος
- επιβεβαιωμένο
- συνήθης
- βαθιά ριζωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- βαθιά ριζωμένος
- εδραιωμένος
- στερεός
- κατεψυγμένο
- συνήθης
- σκληρός
- Hardcore
- αυστηρός και γρήγορος
- Έμφυτος
- ολοκλήρωμα
- οχυρωμένος
- αμετανόητος
- ριζωμένος
- σετ
- εγκαταστημένος
- τυπικός
- ανεξίτηλος
- βαθύς
- ανθεκτικός
- ισόβιος
- φυσικός
- επίμονος
- επίμονος
- τακτικός
- συνήθης
- έμφυτος
Nearest Words of inculcated
Definitions and Meaning of inculcated in English
inculcated (imp. & p. p.)
of Inculcate
FAQs About the word inculcated
εμπεδωμένο
of Inculcate
ενσωματωμένο,σταθερός,ενσωματωμένο,εμφυτευμένο,ενδογαμικός,εδραιωμένος,εγγενής,έμφυτος,εμφύσησε,Ενδογενής
σύντομος,εφήμερος,φευγαλέος,προσωρινός,στιγμιαίος,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Προσωρινός,παροδικός,Προσωρινός
inculcate => εμπεδώνω, incubuses => Ίνκουμπους, incubus => ίνκουβος, incubous => ίνκουβος, incubiture => επώαση,