Greek Meaning of inborn
Έμφυτος
Other Greek words related to Έμφυτος
- ουσιαστικός
- εγγενής
- ολοκλήρωμα
- Ενδογενής
- συγγενής
- συνταγματικός
- συνιστατικό
- βαθιά ριζωμένος
- θεμελιώδης
- ενσύρματο
- κληρονομικός
- εγγενής
- ενδογαμικός
- Αυτοχθόνας
- εδραιωμένος
- κληρονομημένη
- έμφυτος
- εσωτερικός
- Γηγενής
- φυσικός
- βασικός
- ενσωματωμένο
- χαρακτηριστικός
- βαθιά ριζωμένο
- διακριτικός
- Στοιχειώδης
- συνήθης
- στο αίμα κάποιου
- εμπεδώνω
- εσώτερος
- εσωτερικός
- εσωτερική
- αμετανόητος
- φυσιολογικός
- περίεργος
- τυπικός
Nearest Words of inborn
Definitions and Meaning of inborn in English
inborn (s)
present at birth but not necessarily hereditary; acquired during fetal development
normally existing at birth
inborn (a.)
Born in or with; implanted by nature; innate; as, inborn passions.
FAQs About the word inborn
Έμφυτος
present at birth but not necessarily hereditary; acquired during fetal development, normally existing at birthBorn in or with; implanted by nature; innate; as,
ουσιαστικός,εγγενής,ολοκλήρωμα,Ενδογενής,συγγενής,συνταγματικός,συνιστατικό,βαθιά ριζωμένος,θεμελιώδης,ενσύρματο
τυχαίο,τυχαίος,εξωγήινος,περιττός,Εξωγενής,ξένος,κεκτημένος,τυχαίος,εξωτερικός,τυχαίο
inboard => εσωτερικός, inblown => εμπεφυσημένος, inbind => μη δεσμευτικό, in-between => ενδιάμεσα, inbeing => εμμένον,