Greek Meaning of essential
ουσιαστικός
Other Greek words related to ουσιαστικός
- κριτική
- επιτακτικός
- ολοκλήρωμα
- απαραίτητος
- αναγκαίος
- απαραίτητος
- απαιτούμενο
- Ζωτικός
- Καθοριστικής σημασίας
- κρίσιμος
- σημαντικός
- αναντικατάστατος
- προϋπόθεση
- Must-have
- βασικός
- κεντρικός
- υποχρεωτικό
- θεμελιώδης
- επίμονος
- κλειδί
- μεγάλος
- Υποχρεωτικό
- ουσιαστικό
- σημαντικός
- απαραίτητος
- Υποχρεωτικός
- Ουσιαστικός
- οργανικό
- επίμονος
- προϋπόθεση
- επείγον
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- επείγον
Nearest Words of essential
- essential amino acid => απαραίτητα αμινοξέα
- essential condition => βασική προϋπόθεση
- essential hypertension => Βασική υπέρταση
- essential oil => Αιθέριο έλαιο
- essential thrombocytopenia => Βασική θρομβοκυτοπενία
- essential tremor => Απαραίτητος τρόμος
- essentiality => ουσιώδες
- essentially => ουσιαστικά
- essentialness => ουσιωδικότητα
- essentiate => ουσιαστικοποιώ
Definitions and Meaning of essential in English
essential (n)
anything indispensable
essential (s)
absolutely necessary; vitally necessary
of the greatest importance
essential (a)
basic and fundamental
being or relating to or containing the essence of a plant etc
defining rights and duties as opposed to giving the rules by which rights and duties are established
essential (a.)
Belonging to the essence, or that which makes an object, or class of objects, what it is.
Hence, really existing; existent.
Important in the highest degree; indispensable to the attainment of an object; indispensably necessary.
Containing the essence or characteristic portion of a substance, as of a plant; highly rectified; pure; hence, unmixed; as, an essential oil.
Necessary; indispensable; -- said of those tones which constitute a chord, in distinction from ornamental or passing tones.
Idiopathic; independent of other diseases.
FAQs About the word essential
ουσιαστικός
anything indispensable, absolutely necessary; vitally necessary, basic and fundamental, of the greatest importance, being or relating to or containing the essen
κριτική,επιτακτικός,ολοκλήρωμα,απαραίτητος,αναγκαίος,απαραίτητος,απαιτούμενο,Ζωτικός,Καθοριστικής σημασίας,κρίσιμος
περιττός,μη ουσιώδης,περιττός,Περιττός,περίσσεια,εξωτερικός,επιπλέον,Ασημαντος,μη ουσιώδες,ασήμαντος
essenism => εσσαϊσμός, essenes => Εσσαίοι, essene => Εσσαίος, essencing => ουσία, essenced => αρωματισμένος,