Greek Meaning of essentialness
ουσιωδικότητα
Other Greek words related to ουσιωδικότητα
- κεντρικότητα
- ουσιώδες
- κυριαρχία
- Δύναμη
- δύναμη
- κύρος
- φήμη
- φήμη
- κατάσταση
- αυθεντία
- σφραγίδα
- έλεγχος
- περιοχή
- δόξα
- βαρύτητα
- μεγαλείο
- τιμή
- περίλαμπρος
- σημασία
- Σήμα
- όνομα
- θέση
- εξέχουσα θέση
- βαθμός
- Αναφορά
- σοβαρότητα
- σημασία
- όρθιος
- ανάστημα
- Ουσία
- ταλάντευση
- Αξία
- αξία
- Διασημότητα
- συνέπεια
- διάκριση
- Ο eminence
- φήμη
- εισαγωγή
- μέγεθος
- στιγμή
- σημασία
- Φήμη
- υπεροχή
- Φήμη
- κατάστημα
- βάρος
- βάρος
- αξίζει
- αξιονoμνημόνευτο
- ουσιαστικότητα
Nearest Words of essentialness
- essentially => ουσιαστικά
- essentiality => ουσιώδες
- essential tremor => Απαραίτητος τρόμος
- essential thrombocytopenia => Βασική θρομβοκυτοπενία
- essential oil => Αιθέριο έλαιο
- essential hypertension => Βασική υπέρταση
- essential condition => βασική προϋπόθεση
- essential amino acid => απαραίτητα αμινοξέα
- essential => ουσιαστικός
- essenism => εσσαϊσμός
Definitions and Meaning of essentialness in English
essentialness (n)
basic importance
FAQs About the word essentialness
ουσιωδικότητα
basic importance
κεντρικότητα,ουσιώδες,κυριαρχία,Δύναμη,δύναμη,κύρος,φήμη,φήμη,κατάσταση,αυθεντία
ασήμαντοτητα,μικρότητα,μικροπρέπεια,μικρότητα,Ασημαντότητα,αναξιότητα,Ανωνυμία,δυσφήμηση,ατίμωση,ντροπή
essentially => ουσιαστικά, essentiality => ουσιώδες, essential tremor => Απαραίτητος τρόμος, essential thrombocytopenia => Βασική θρομβοκυτοπενία, essential oil => Αιθέριο έλαιο,