Greek Meaning of essentialness

ουσιωδικότητα

Other Greek words related to ουσιωδικότητα

Definitions and Meaning of essentialness in English

Wordnet

essentialness (n)

basic importance

FAQs About the word essentialness

ουσιωδικότητα

basic importance

κεντρικότητα,ουσιώδες,κυριαρχία,Δύναμη,δύναμη,κύρος,φήμη,φήμη,κατάσταση,αυθεντία

ασήμαντοτητα,μικρότητα,μικροπρέπεια,μικρότητα,Ασημαντότητα,αναξιότητα,Ανωνυμία,δυσφήμηση,ατίμωση,ντροπή

essentially => ουσιαστικά, essentiality => ουσιώδες, essential tremor => Απαραίτητος τρόμος, essential thrombocytopenia => Βασική θρομβοκυτοπενία, essential oil => Αιθέριο έλαιο,