Greek Meaning of import
εισαγωγή
Other Greek words related to εισαγωγή
- συνέπεια
- σημασία
- μέγεθος
- σημασία
- λογαριασμός
- βαρύτητα
- στιγμή
- σημασία
- δύναμη
- κατάστημα
- Ουσία
- Αξία
- βάρος
- βάρος
- αυθεντία
- Διασημότητα
- κεντρικότητα
- έλεγχος
- διάκριση
- περιοχή
- Ο eminence
- ουσιώδες
- φήμη
- δόξα
- μεγαλείο
- τιμή
- Σήμα
- κυριαρχία
- όνομα
- σημείωση
- Φήμη
- θέση
- Δύναμη
- υπεροχή
- κύρος
- εξέχουσα θέση
- βαθμός
- Φήμη
- Αναφορά
- φήμη
- φήμη
- σοβαρότητα
- όρθιος
- ανάστημα
- κατάσταση
- ταλάντευση
- αξίζει
- αξία
- αξιονoμνημόνευτο
- ουσιαστικότητα
Nearest Words of import
Definitions and Meaning of import in English
import (n)
commodities (goods or services) bought from a foreign country
an imported person brought from a foreign country
the message that is intended or expressed or signified
a meaning that is not expressly stated but can be inferred
having important effects or influence
import (v)
bring in from abroad
transfer (electronic data) into a database or document
indicate or signify
import (v. t.)
To bring in from abroad; to introduce from without; especially, to bring (wares or merchandise) into a place or country from a foreign country, in the transactions of commerce; -- opposed to export. We import teas from China, coffee from Brasil, etc.
To carry or include, as meaning or intention; to imply; to signify.
To be of importance or consequence to; to have a bearing on; to concern.
import (v. i.)
To signify; to purport; to be of moment.
import (n.)
Merchandise imported, or brought into a country from without its boundaries; -- generally in the plural, opposed to exports.
That which a word, phrase, or document contains as its signification or intention or interpretation of a word, action, event, and the like.
Importance; weight; consequence.
FAQs About the word import
εισαγωγή
commodities (goods or services) bought from a foreign country, an imported person brought from a foreign country, the message that is intended or expressed or s
συνέπεια,σημασία,μέγεθος,σημασία,λογαριασμός,βαρύτητα,στιγμή,σημασία,δύναμη,κατάστημα
δυσφήμηση,ατίμωση,ντροπή,Ατιμία,ασήμαντοτητα,μικρότητα,μικροπρέπεια,ντροπή,μικρότητα,Ασημαντότητα
imporous => Αδιάβροχο, imporosity => Απεριεκτικότητα, impoor => φτωχός, impoofo => Ιμπούφο, impone => επιβάλλει,