Greek Meaning of ignominy
Ατιμία
Other Greek words related to Ατιμία
Nearest Words of ignominy
- ignomy => ατιμία
- ignorance => Άγνοια
- ignorantism => Άγνοια
- ignorantness => αμάθεια
- ignoratio elenchi => ignoratio elenchi
- ignoring => αγνοώντας
- ignoscible => ασυγχώρητος
- ignote => Άγνωστος
- igor fyodorovich stravinsky => Ίγκορ Φιοντόροβιτς Στραβίνσκι
- igor ivanovich sikorsky => Ίγκορ Ιβάνοβιτς Σικόρσκι
Definitions and Meaning of ignominy in English
ignominy (n)
a state of dishonor
ignominy (n.)
Public disgrace or dishonor; reproach; infamy.
An act deserving disgrace; an infamous act.
FAQs About the word ignominy
Ατιμία
a state of dishonorPublic disgrace or dishonor; reproach; infamy., An act deserving disgrace; an infamous act.
ατίμωση,Εξευτελισμός,ντροπή,περιφρόνηση,δυσφήμηση,Περιφρόνηση,περιφρόνηση,ντροπή,κακή φήμη,ατιμία
εκτίμηση,φόβος,τιμή,Σεβασμός,σεβασμός,Θαυμάζω,εκτίμηση,εκτίμηση,δόξα,δέος
ignominiousness => ατιμία, ignominiously => Ντροπιαστικά, ignominious => ταπεινωτικός, ignominies => ύβρεις, ignobly => ανέντιμα,