Greek Meaning of ignitor
αναπτήρας
Other Greek words related to αναπτήρας
Nearest Words of ignitor
- ignition system => Σύστημα ανάφλεξης
- ignition switch => Διακόπτης ανάφλεξης
- ignition lock => Κλειδαριά ανάφλεξης
- ignition key => κλειδί ανάφλεξης
- ignition interlock => Κλείδωμα ανάφλεξης
- ignition coil => Πηνίο ανάφλεξης
- ignition => ανάφλεξη
- ignitible => Αναφλέξιμος
- igniter => αναπτήρας
- ignited => Αναμμένο
Definitions and Meaning of ignitor in English
ignitor (n)
a substance used to ignite or kindle a fire
a device for lighting or igniting fuel or charges or fires
ignitor (n.)
One who, or that which, produces ignition; especially, a contrivance for igniting the powder in a torpedo or the like.
FAQs About the word ignitor
αναπτήρας
a substance used to ignite or kindle a fire, a device for lighting or igniting fuel or charges or firesOne who, or that which, produces ignition; especially, a
φλογοβόλος,Ο θυσιάστης,φλεγμονώδης,αναπτήρας,Πυρομανής,Δάδα,εμπρηστής,εμπρηστής
No antonyms found.
ignition system => Σύστημα ανάφλεξης, ignition switch => Διακόπτης ανάφλεξης, ignition lock => Κλειδαριά ανάφλεξης, ignition key => κλειδί ανάφλεξης, ignition interlock => Κλείδωμα ανάφλεξης,