Greek Meaning of ignobility

αναξιότητα

Other Greek words related to αναξιότητα

Definitions and Meaning of ignobility in English

Wordnet

ignobility (n)

the quality of being ignoble

Webster

ignobility (n.)

Ignobleness.

FAQs About the word ignobility

αναξιότητα

the quality of being ignobleIgnobleness.

κοινός,ταπεινός,κατώτερος,Χαμηλός,Κατακάθι της κοινωνίας,κατώτερη τάξη,ταπεινός,λαμόγια,πληβειακός,φτωχός

αριστοκρατικός,ζωηρός,ήπιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,υψηλός,υπέροχος,ευγενής,πατρίκιος,Ανώτερη τάξη

ignivomous => Φλογερός, ignitor => αναπτήρας, ignition system => Σύστημα ανάφλεξης, ignition switch => Διακόπτης ανάφλεξης, ignition lock => Κλειδαριά ανάφλεξης,