Greek Meaning of déclassé

ντεκλάσε

Other Greek words related to ντεκλάσε

Definitions and Meaning of déclassé in English

déclassé

fallen or lowered in class, rank, or social position, of inferior status

FAQs About the word déclassé

ντεκλάσε

fallen or lowered in class, rank, or social position, of inferior status

αστική τάξη,χαμηλής ποιότητας,σμίκρυνση,απλός,Εργατική τάξη,άτιμος,κατώτερος,Κατακάθι της κοινωνίας,κατώτερη τάξη,ταπεινός

αριστοκρατικός,ζωηρός,ήπιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,υψηλός,υπέροχος,ευγενής,πατρίκιος,Ανώτερη τάξη

débuts => ντεμπούτο, début => ντεμπούτο, débâcles => ντεμπακλ, débâcle => Καταστροφή, czars => τσάροι,