Greek Meaning of baseborn

ταπεινής καταγωγής

Other Greek words related to ταπεινής καταγωγής

Definitions and Meaning of baseborn in English

Wordnet

baseborn (s)

of low birth or station (`base' is archaic in this sense)

illegitimate

Webster

baseborn (a.)

Born out of wedlock.

Born of low parentage.

Vile; mean.

FAQs About the word baseborn

ταπεινής καταγωγής

of low birth or station (`base' is archaic in this sense), illegitimateBorn out of wedlock., Born of low parentage., Vile; mean.

κοινός,ταπεινός,άτιμος,κατώτερος,Χαμηλός,γραικύλος,κατώτερη τάξη,ταπεινός,πληβειακός,προλετάριος

αριστοκρατικός,ζωηρός,ήπιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,υψηλός,ΗγAnlage: ανήτης,Ευγενής,υπέροχος,ευγενής

baseboard => σοβατεπί, baseball team => Ομάδα μπέιζμπολ, baseball swing => Μπέιζμπολ σινκ, baseball season => περίοδος του μπέιζμπολ, baseball score => Σκορ μπέιζμπολ,