Greek Meaning of genteel
ζωηρός
Other Greek words related to ζωηρός
- ανεπίσημος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- εσφαλμένος
- απρεπής
- απρεπής
- άσεμνος
- ανεπίσημος
- ανυπόφορος
- φθαρμένος
- απαράδεκτο
- άπρεπος
- ανικανοποίητος
- ανάρμοστος
- αποκλεισμένος
- απαγορευμένος
- γκράντζι
- απαγορευμένος
- ξεπεσμένος
- κολλώδης
- άκομψος
- αμήχανος
- απαγορευμένο
- απαγορεύεται
- Αδέξιος
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένη
- αδέξιος
Nearest Words of genteel
Definitions and Meaning of genteel in English
genteel (s)
marked by refinement in taste and manners
genteel (a.)
Possessing or exhibiting the qualities popularly regarded as belonging to high birth and breeding; free from vulgarity, or lowness of taste or behavior; adapted to a refined or cultivated taste; polite; well-bred; as, genteel company, manners, address.
Graceful in mien or form; elegant in appearance, dress, or manner; as, the lady has a genteel person. Law.
Suited to the position of lady or a gentleman; as, to live in a genteel allowance.
FAQs About the word genteel
ζωηρός
marked by refinement in taste and mannersPossessing or exhibiting the qualities popularly regarded as belonging to high birth and breeding; free from vulgarity,
ευπρεπής,ευγενικός,κατάλληλος,σεβαστός,αποδεκτός,επαρκής,αρμόζων,Σωστό,αξιοπρεπής,κομψός
ανεπίσημος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,εσφαλμένος,απρεπής,απρεπής,άσεμνος,ανεπίσημος,ανυπόφορος,φθαρμένος
gentamicin => Γενταμικίνη, gent => ευγενής, genseric => Γενσέριχος, gens d'armes => Χωροφυλακή, gens => Άνθρωποι,