Greek Meaning of kosher
kósher
Other Greek words related to kósher
- αποδεκτός
- επαρκής
- Σωστό
- αξιοπρεπής
- ικανοποιητικός
- επισκευάσιμος
- ανεκτός
- ικανός
- κατάλληλος
- ισορροπημένος
- ικανός
- Ικανός
- Σύμφωνο
- κόβω
- ευπρεπής
- αρμονικός
- αναγκαίος
- κατάλληλος
- απαιτούμενο
- προϋπόθεση
- σεβαστός
- πρέπουσα
- εκπαιδευμένος
- Τέλεια
- εφαρμόσιμο
- κατάλληλος
- γινόμενος
- αρμόζων
- οικείος
- αρμόζων
- σύμφωνος
- δικαιωμένο
- χαρούμενος
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- κατάλληλος
- καλός
- χαρούμενος
- μόνο
- δικαιολογημένη
- συναντώ
- όμορφος
- κατάλληλος
- δεξιά
- νόμιμος
- κατάλληλος
- ακατάλληλος
- ανεπαρκής
- μη εφαρμόσιμα
- αναντίστοιχος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ανίκανος
- ανίκανος
- ασύmbato
- απρεπής
- απαράδεκτο
- άπρεπος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλο
- δυστυχισμένος
- ανειδίκευτος
- ανάρμοστος
- ανειδίκευτος
- ακατάλληλος
- ανεκπαίδευτος
- λάθος
- Ασυμβίβαστο
- εσφαλμένος
- απρεπής
- Άπειρος
- ατυχής
- ανυπόφορος
- ανοίκειος
- απρεπής
- ακατάλληλος
- απρεπής
- ακατάλληλος
- ανικανοποίητος
- άτεχνος
- άχαρος
- ασύμβατος
Nearest Words of kosher
- kosciuszko => Κοστσιούσκο
- kos => συνημίτονο
- korzybski => Κόρζιμπσκι
- koruna => κορώνα
- korsakov's syndrome => σύνδρομο Korsakov
- korsakov's psychosis => ψύχωση Κοροσάκοφ
- korsakoff's syndrome => Σύνδρομο Korsakoff
- korsakoff's psychosis => Ψύχωση του Κορσάκοφ
- korrigum => υγρό διόρθωσης
- korinthos => Κόρινθος
Definitions and Meaning of kosher in English
kosher (n)
food that fulfills the requirements of Jewish dietary law
kosher (s)
conforming to dietary laws
proper or legitimate
kosher (a.)
Ceremonially clean, according to Jewish law; -- applied to food, esp. to meat of animals slaughtered according to the requirements of Jewish law. Opposed to tref. Hence, designating a shop, store, house, etc., where such food is sold or used.
kosher (n.)
food; also, a kosher shop.
kosher (v. t.)
To prepare in conformity with the requirements of the Jewish law, as meat.
FAQs About the word kosher
kósher
food that fulfills the requirements of Jewish dietary law, conforming to dietary laws, proper or legitimateCeremonially clean, according to Jewish law; -- appli
αποδεκτός,επαρκής,Σωστό,αξιοπρεπής,ικανοποιητικός,επισκευάσιμος,ανεκτός,ικανός,κατάλληλος,ισορροπημένος
ακατάλληλος,ανεπαρκής,μη εφαρμόσιμα,αναντίστοιχος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,ανίκανος,ανίκανος,ασύmbato,απρεπής
kosciuszko => Κοστσιούσκο, kos => συνημίτονο, korzybski => Κόρζιμπσκι, koruna => κορώνα, korsakov's syndrome => σύνδρομο Korsakov,