Greek Meaning of consonant

Σύμφωνο

Other Greek words related to Σύμφωνο

Definitions and Meaning of consonant in English

Wordnet

consonant (n)

a speech sound that is not a vowel

a letter of the alphabet standing for a spoken consonant

Wordnet

consonant (s)

involving or characterized by harmony

in keeping

FAQs About the word consonant

Σύμφωνο

a speech sound that is not a vowel, a letter of the alphabet standing for a spoken consonant, involving or characterized by harmony, in keeping

ισορροπημένος,κομψός,αρμονικός,συμμετρικός ,συμμετρικός,αισθητικός,καλλιτεχνικός,συνοχή,σύμφωνος,χαριτωμένος

ασύμμετρος,ασύμμετρος,ακατάστατος,ασύmbato,δυσαρμονικός,ακανόνιστος,ανισόρροπος,άνισος,ανομοιόμορφος,ασύμμετρος

consonance => Σύμφωνο, consomme => κονσομέ, consolingly => παρηγορητικά, consoling => παρηγορητικός, consolidative => ενοποιητικός,