Greek Meaning of consonant
Σύμφωνο
Other Greek words related to Σύμφωνο
- ισορροπημένος
- κομψός
- αρμονικός
- συμμετρικός
- συμμετρικός
- αισθητικός
- καλλιτεχνικός
- συνοχή
- σύμφωνος
- χαριτωμένος
- αρμονικός
- ευχάριστος
- ευρυθμικός
- αισθητικός
- ευχάριστος
- γινόμενος
- συνεκτικός
- συμβατός
- συντονισμένος
- Ανταποκριτής
- αισθητικός
- αισθητικός
- ακόμα
- χαρούμενος
- ταιριαστό
- ταιριαστό
- ευχάριστος
- τακτικός
- ικανοποιητικό
- Γεύση
- εuryθμικός
- αναλογικός
- ασύμμετρος
- ασύμμετρος
- ακατάστατος
- ασύmbato
- δυσαρμονικός
- ακανόνιστος
- ανισόρροπος
- άνισος
- ανομοιόμορφος
- ασύμμετρος
- Αντιφατικό
- δυσάρεστος
- δυσάρμοστος
- απεχθής
- μη καλλιτεχνικός
- Ασυμβίβαστο
- άκομψος
- άρρυθμος
- στραβό
- άνοστος
- άπρεπος
- άτυχος
- Αδιάφορος (adiáforos)
- δυσάρεστος
- δυσαρμονικός
- δυσάρεστος
- ανικανοποιητικός
- άχαρος
- ατυχής
- αντιαισθητικός
- Μη συντονισμένος
- αδέξιος
- άσχημος
Nearest Words of consonant
Definitions and Meaning of consonant in English
consonant (n)
a speech sound that is not a vowel
a letter of the alphabet standing for a spoken consonant
consonant (s)
involving or characterized by harmony
in keeping
FAQs About the word consonant
Σύμφωνο
a speech sound that is not a vowel, a letter of the alphabet standing for a spoken consonant, involving or characterized by harmony, in keeping
ισορροπημένος,κομψός,αρμονικός,συμμετρικός ,συμμετρικός,αισθητικός,καλλιτεχνικός,συνοχή,σύμφωνος,χαριτωμένος
ασύμμετρος,ασύμμετρος,ακατάστατος,ασύmbato,δυσαρμονικός,ακανόνιστος,ανισόρροπος,άνισος,ανομοιόμορφος,ασύμμετρος
consonance => Σύμφωνο, consomme => κονσομέ, consolingly => παρηγορητικά, consoling => παρηγορητικός, consolidative => ενοποιητικός,