Greek Meaning of consolingly

παρηγορητικά

Other Greek words related to παρηγορητικά

Definitions and Meaning of consolingly in English

Wordnet

consolingly (r)

in a comforting or consoling manner

FAQs About the word consolingly

παρηγορητικά

in a comforting or consoling manner

Ντουλάπι,ντουλάπα,ντουλάπα,συρταριέρα,Ντουλάπι,Βιβλιοπωλείο,Μπουφές,Στήθος,Μπουφές,Κλουβί

αποθαρρύνω,δυσφορία,μαρτύριο,Βασανιστήρια,πρόβλημα,επιδεινώνω,ενοχλώ,απογοήτευω,τάστα,Εντατικοποιώ

consoling => παρηγορητικός, consolidative => ενοποιητικός, consolidation => ενοποίηση, consolidated => ενοποιημένο, consolidate => ενοποίηση,