Greek Meaning of consolatory

παρηγορητικός

Other Greek words related to παρηγορητικός

Definitions and Meaning of consolatory in English

Wordnet

consolatory (s)

affording comfort or solace

FAQs About the word consolatory

παρηγορητικός

affording comfort or solace

ελπιδοφόρος,Συμπόνια,παρηγορητικός,διαβεβαίωση,παρηγοριά,συμπάθεια,Συμβουλευτική,συμβουλευτική,συναίσθημα,καλοσύνη

αγωνία,Ψυχρή παρηγοριά,δυσφορία,πόνος στην καρδιά,Σπαρακτικός,μαρτύριο,Βασανιστήρια

consolation game => Παρηγορητικό παιχνίδι, consolation => Παρηγοριά, consolable => παρηγορήσιμος, consol => κονσόλα, consociate => συνεταιρισμένος,