FAQs About the word cupboard

ντουλάπα

a small room (or recess) or cabinet used for storage space

αποθήκη,ντουλάπα,Βουτυρένιος,βεστιάριο,Γκαρνταρόμπα,καμπίνα,πασταριέρα,Τύπος,Ντουλάπα

No antonyms found.

cupbearer => οινοχόος, cup tie => αγώνας κυπέλλου, cup shake => Μίλκσεϊκ, cup of tea => ένα φλιτζάνι τσάι, cup morel => Μόρφ,