Greek Meaning of balanced
ισορροπημένος
Other Greek words related to ισορροπημένος
- ραγισμένο
- τρελός
- τρελός
- άνοια
- ταραγμένος
- ακατάστατος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- μανιακός
- ψυχικός
- ξηροί καρποί
- τρελός
- ανισόρροπος
- προβληματικός
- τρελός
- περίεργος
- εκκεντρικός
- χλιαρός
- ελαφρύς
- Τρελός
- πιστοποιήσιμο
- τρελός
- Τρελός
- γκρινιάρης
- κούκος
- παραληρηματικός
- παραληρηματικός
- καταθλιπτικός
- διαταραγμένος
- κουκκιδωτός
- εκκεντρικός
- φρουτώδης
- παράλογος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- Τρελός
- Μανιακός
- νευρωτικός
- ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- μονός
- εκκεντρικός
- απενεργοποιημένος
- παρανοϊκός
- παρανοϊκός
- Εικονοστοιχειωμένος
- ψυχό
- ψυχωτικός
- κουίρ
- απρόσεκτος
- σχιζοειδής
- Σχιζοφρένεια
- τρελός
- ανόητος
- περίεργο
- παράλογος
- τρελός
- τρελός
- τρελοκομείο
- Τρελός
- απατηλός
- τρελός
- παρανοϊκός
- παρανοϊκός
- σχιζο
- πίθηκος
- βαλλιστικός
- μανιακός
- απογοητευμένος
- αποσπασμένος
- ταραγμένος
- Φρενήρης
- φρενήρης
- γκάγκα
- υστερικός
- υστερικός
- τρελός
- τρελός
- ανάμικτος
- μονομανής
- μονομανιακός
- πυρηνικός
- εμμονικός
- γιογιό
- μαινόμενος
- μπανάνες
- εμμονικός
- τρελός
- με ψήφους
- σχιζοφρενικός
- σχιζοφρενής
- τρελός
Nearest Words of balanced
- balanceable => ισορροπημένος
- balance wheel => Τροχός εξισορρόπησης
- balance sheet => Ισολογισμός
- balance of trade => Εμπορικό ισοζύγιο
- balance of power => ισορροπία δυνάμεων
- balance of payments => Ισοζύγιο πληρωμών
- balance of international payments => ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
- balance beam => Δοκός ισορροπίας
- balance => ισορροπία
- balalaika => μπαλαλάικα
- balanced budget => Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός
- balanced diet => ισορροπημένη διατροφή
- balancement => ισορροπία
- balance-of-payments problem => Πρόβλημα ισοζυγίου πληρωμών
- balancer => εξισορροπητής
- balancereef => Ισορροπημένος ύφαλος
- balanchine => Balanchine
- balancing => εξισορρόπηση
- balanidae => Βαλανίδες
- balaniferous => βαλανηφόρος
Definitions and Meaning of balanced in English
balanced (a)
being in a state of proper equilibrium
balanced (imp. & p. p.)
of Balance
FAQs About the word balanced
ισορροπημένος
being in a state of proper equilibriumof Balance
υγιής,Σαφής,φυσιολογικός,λογικός,λογικός,σταθερός,Αναλυτικός,καθαρό μυαλό,συνεκτικός,Σωστόμυαλος
ραγισμένο,τρελός,τρελός,άνοια,ταραγμένος,ακατάστατος,τρελός,τρελός,τρελός,μανιακός
balanceable => ισορροπημένος, balance wheel => Τροχός εξισορρόπησης, balance sheet => Ισολογισμός, balance of trade => Εμπορικό ισοζύγιο, balance of power => ισορροπία δυνάμεων,