Greek Meaning of sane
λογικός
Other Greek words related to λογικός
- εκκεντρικός
- ελαφρύς
- πιστοποιήσιμο
- ραγισμένο
- τρελός
- τρελός
- κούκος
- παραληρηματικός
- παραληρηματικός
- άνοια
- ταραγμένος
- ακατάστατος
- διαταραγμένος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- Τρελός
- τρελός
- τρελός
- Μανιακός
- μανιακός
- ψυχικός
- νευρωτικός
- ξηροί καρποί
- τρελός
- παρανοϊκός
- ψυχωτικός
- Σχιζοφρένεια
- τρελός
- ανισόρροπος
- προβληματικός
- τρελός
- τρελός
- περίεργος
- χλιαρός
- Τρελός
- τρελός
- Τρελός
- γκρινιάρης
- καταθλιπτικός
- κουκκιδωτός
- εκκεντρικός
- Φρενήρης
- φρενήρης
- φρουτώδης
- γκάγκα
- υστερικός
- παράλογος
- τρελός
- τρελός
- ανάμικτος
- πυρηνικός
- ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- μονός
- εκκεντρικός
- απενεργοποιημένος
- παρανοϊκός
- Εικονοστοιχειωμένος
- ψυχό
- κουίρ
- απρόσεκτος
- σχιζοειδής
- ανόητος
- περίεργο
- παράλογος
- τρελός
- τρελοκομείο
- Τρελός
- απατηλός
- παρανοϊκός
- παρανοϊκός
- σχιζο
- πίθηκος
- βαλλιστικός
- μανιακός
- απογοητευμένος
- αποσπασμένος
- ταραγμένος
- χαλασμένος
- υστερικός
- τρελός
- μονομανής
- μονομανιακός
- εμμονικός
- γιογιό
- μαινόμενος
- μπανάνες
- εμμονικός
- τρελός
- τρελός
- με ψήφους
- σχιζοφρενικός
- σχιζοφρενής
- τρελός
Nearest Words of sane
Definitions and Meaning of sane in English
sane (a)
mentally healthy; free from mental disorder
sane (s)
marked by sound judgment
sane (a.)
Being in a healthy condition; not deranged; acting rationally; -- said of the mind.
Mentally sound; possessing a rational mind; having the mental faculties in such condition as to be able to anticipate and judge of the effect of one's actions in an ordinary maner; -- said of persons.
FAQs About the word sane
λογικός
mentally healthy; free from mental disorder, marked by sound judgmentBeing in a healthy condition; not deranged; acting rationally; -- said of the mind., Mental
ισορροπημένος,υγιής,λογικός,Σαφής,φυσιολογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,σταθερός,Αναλυτικός
εκκεντρικός,ελαφρύς,πιστοποιήσιμο,ραγισμένο,τρελός,τρελός,κούκος,παραληρηματικός,παραληρηματικός,άνοια
sandyx => sandyx, sandy mushroom => Αμμώδης αγαρικός, sandy => αμμώδης, sandwort => Άμμοβρίων, sandworm => Σκουλήκι άμμου,