Greek Meaning of obsessed
εμμονικός
Other Greek words related to εμμονικός
Nearest Words of obsessed
- obsession => εμμονή
- obsessional => ιδεοληπτικός
- obsessionally => έμμονα
- obsessive => καταναγκαστικός
- obsessive-compulsive => ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- obsessive-compulsive disorder => ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- obsessive-compulsive personality => Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας
- obsessively => εμμονικά
- obsessiveness => εμμονή
- obsessivity => καταναγκαστικότητα
Definitions and Meaning of obsessed in English
obsessed (s)
having or showing excessive or compulsive concern with something
influenced or controlled by a powerful force such as a strong emotion
FAQs About the word obsessed
εμμονικός
having or showing excessive or compulsive concern with something, influenced or controlled by a powerful force such as a strong emotion
ανήσυχος,ανήσυχος,χαρούμενος,προβληματισμένος,ανήσυχος,απορροφάται,αποσπασμένος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,κράτησε
αδιάφορος ,ανεπίσημος,κουλ,αποσπασμένος,αδιάφορος,αποστασιοποιημένος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος
obsess => εμμονή, observingly => παρατηρητικά, observing => παρατηρώντας, observership => παρατηρητής, observer's meridian => Μεσημβρινός του παρατηρητή,