FAQs About the word observership

παρατηρητής

The office or work of an observer.

No synonyms found.

No antonyms found.

observer's meridian => Μεσημβρινός του παρατηρητή, observer => παρατηρητής, observed fire => Παρατηρούμενη πυρκαγιά, observed => Παρατηρήθηκε, observe => παρατηρώ,