Greek Meaning of observed
Παρατηρήθηκε
Other Greek words related to Παρατηρήθηκε
- ακολούθησε
- υπάκουσα
- τηρούσε (σε)
- συμμορφώθηκε (με)
- σύμφωνο με
- συνάντησε
- τηρήθηκε σε
- παρακολούθησε
- άκουσε
- έδωσε προσοχή
- σημαδεμένος
- νους
- σημείωσε
- παρατήρησε
- θεωρείται
- πήρε
- κοίταζε
- τηρήθηκε
- προσχωρώ (σε)
- συμφωνώ (με)
- συμφωνημένο (με)
- Συνένεσε (σε)
- αναβληθέν (σε)
- χηνικό βήμα (προς)
- άκουσε
- υποτελής (σε)
- παραδόθηκε (σε)
- υποχώρησε (σε)
- εξετάζω
- τόλμησε
- αψήφησε
- Σκηνοθετημένο
- απολυμένος
- ανυπάκουσε
- οδήγησε
- παραβλεπόμενος
- απορριφθείς
- παραιτήθηκε
- αποποιημένο
- εξεγέρθηκε (ενάντια)
- παραβιασμένο
- Χρεοκοπημενος
- αμφισβητούμενος
- κοροϊδεμένος
- υποχρεωμένος
- αμφισβητούμενο
- παραβίασε
- πολέμησε
- παραβιασμένο
- χλεύασε
- αντίθετο
- αντιστάθηκε
- περιφρονημένος
- παραβιάζω
- βουρτσισμένος (μακριά)
- παρέλειψε
- σήκωσε τους ώμους
- απενεργοποιημένο
- κλείνω το μάτι (σε κάποιον)
- έδειξε αντίσταση
- ξεπερασμένος
- άντεξε
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- (στασίασαν (κατά))
- εξαντλημένος
- υποτίμησε
- επαναστατημένος
- κοροϊδεύω
Nearest Words of observed
- observe => παρατηρώ
- observatory => παρατηρητήριο
- observatories => αστεροσκοπεία
- observator => Παρατηρητής
- observative => παρατηρητικός
- observational => παρατηρησιακός
- observation tower => Πύργος παρατήρησης
- observation station => Σταθμός Παρατήρησης
- observation post => παρατηρητήριο
- observation dome => Θόλος παρατηρητηρίου
Definitions and Meaning of observed in English
observed (s)
discovered or determined by scientific observation
observed (imp. & p. p.)
of Observe
FAQs About the word observed
Παρατηρήθηκε
discovered or determined by scientific observationof Observe
ακολούθησε,υπάκουσα,τηρούσε (σε),συμμορφώθηκε (με),σύμφωνο με,συνάντησε ,τηρήθηκε σε,παρακολούθησε,άκουσε,έδωσε προσοχή
εξετάζω,τόλμησε,αψήφησε,Σκηνοθετημένο,απολυμένος,ανυπάκουσε,οδήγησε,παραβλεπόμενος,απορριφθείς,παραιτήθηκε
observe => παρατηρώ, observatory => παρατηρητήριο, observatories => αστεροσκοπεία, observator => Παρατηρητής, observative => παρατηρητικός,