Greek Meaning of mutinied (against)

(στασίασαν (κατά))

Other Greek words related to (στασίασαν (κατά))

Definitions and Meaning of mutinied (against) in English

mutinied (against)

No definition found for this word.

FAQs About the word mutinied (against)

(στασίασαν (κατά))

εξεγέρθηκε (ενάντια),επαναστατημένος,ανυπάκουσε,υποχρεωμένος,παραβλεπόμενος,βουρτσισμένος (μακριά),παρέλειψε,σήκωσε τους ώμους,απενεργοποιημένο,κλείνω το μάτι (σε κάποιον)

ακολούθησε,υπάκουσα,παραδόθηκε (σε),συμμορφώθηκε (με),παραδέχθηκε (σε),σύμφωνο με,συνεργάστηκε (με),αναβληθέν (σε),σκύβω (προς),υποτελής (σε)

mutilations => ακρωτηριασμοί, mutilates => ακρωτηριάζει, mutations => μεταλλάξεις, mutating => μεταλλασσόμενη, mutates => μεταλλάσσεται,