Greek Meaning of cooperated (with)
συνεργάστηκε (με)
Other Greek words related to συνεργάστηκε (με)
- συμφωνημένο (με)
- παραδόθηκε (σε)
- παραδέχθηκε (σε)
- αναβληθέν (σε)
- άκουσε
- σκύβω (προς)
- υποτελής (σε)
- παραδόθηκε (σε)
- υποχώρησε (σε)
- προσχωρώ (σε)
- συμφωνώ (με)
- Συνένεσε (σε)
- παρακολούθησε
- συμμορφώθηκε (με)
- σύμφωνο με
- χηνικό βήμα (προς)
- άκουσε
- έδωσε προσοχή
- σημαδεμένος
- σημείωσε
- παρατήρησε
- θεωρείται
- εξυπηρετείται
- ακολούθησε
- υπάκουσα
- υποχρεωμένος
- Παρατηρήθηκε
- κοίταζε
Nearest Words of cooperated (with)
- cooperates => συνεργάζεται
- cooperating => συνεργαζόμενος
- cooperating (with) => συνεργασία (με)
- cooperatives => συνεταιρισμοί
- cooping (up) => εγκλωβισμός (πάνω)
- coops => κοτέτσια
- co-opting => υιοθέτηση
- coordinate (with) => συντονίζω (με)
- coordinated (with) => συντονισμένο (με)
- coordinateness => συντονισμός
Definitions and Meaning of cooperated (with) in English
cooperated (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word cooperated (with)
συνεργάστηκε (με)
συμφωνημένο (με),παραδόθηκε (σε),παραδέχθηκε (σε),αναβληθέν (σε),άκουσε,σκύβω (προς),υποτελής (σε),παραδόθηκε (σε),υποχώρησε (σε),προσχωρώ (σε)
αψήφησε,ανυπάκουσε,χλεύασε,εξεγέρθηκε (ενάντια),επαναστατημένος,υποχρεωμένος,(στασίασαν (κατά))
cooperated => Συνεργάστηκε, cooperate (with) => συνεργάζομαι (με), cooped (up) => κλεισμένος (πάνω), coop (up) => κοτέτσι, coonskins => Γούνες ρακούν,