Greek Meaning of disobeyed
ανυπάκουσε
Other Greek words related to ανυπάκουσε
- αψήφησε
- απολυμένος
- χλεύασε
- αντιστάθηκε
- παραβίασε
- πολέμησε
- αντίθετο
- απορριπτόμενος
- παραβιάζω
- εξεγέρθηκε (ενάντια)
- παραβιασμένο
- Χρεοκοπημενος
- έδειξε αντίσταση
- αμφισβητούμενος
- υποχρεωμένος
- αμφισβητούμενο
- παραβιασμένο
- παραβλεπόμενος
- ξεπερασμένος
- περιφρονημένος
- άντεξε
- βουρτσισμένος (μακριά)
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- (στασίασαν (κατά))
- παρέλειψε
- εξαντλημένος
- υποτίμησε
- επαναστατημένος
- κοροϊδεύω
- σήκωσε τους ώμους
- απενεργοποιημένο
- κλείνω το μάτι (σε κάποιον)
- ακολούθησε
- υπάκουσα
- εξυπηρετείται
- συμμορφώθηκε (με)
- σύμφωνο με
- υποτελής (σε)
- άκουσε
- κράτησε
- νους
- υποχρεωμένος
- Παρατηρήθηκε
- συμφωνημένο (με)
- παραδόθηκε (σε)
- παραδέχθηκε (σε)
- συνεργάστηκε (με)
- αναβληθέν (σε)
- σκύβω (προς)
- παραδόθηκε (σε)
- υποχώρησε (σε)
- παρακολούθησε
- έδωσε προσοχή
- σημαδεμένος
- σημείωσε
- παρατήρησε
- θεωρείται
- κοίταζε
- προσχωρώ (σε)
- συμφωνώ (με)
- Συνένεσε (σε)
- χηνικό βήμα (προς)
- άκουσε
Nearest Words of disobeyed
Definitions and Meaning of disobeyed in English
disobeyed (imp. & p. p.)
of Disobey
FAQs About the word disobeyed
ανυπάκουσε
of Disobey
αψήφησε,απολυμένος,χλεύασε,αντιστάθηκε,παραβίασε,πολέμησε,αντίθετο,απορριπτόμενος,παραβιάζω,εξεγέρθηκε (ενάντια)
ακολούθησε,υπάκουσα,εξυπηρετείται,συμμορφώθηκε (με),σύμφωνο με,υποτελής (σε),άκουσε,κράτησε,νους,υποχρεωμένος
disobey => δεν υπακούω, disobeisant => ανυπάκουος, disobeisance => ανυπακοή, disobediently => ανυπάκουα, disobedient => ανυπάκουος,